φάτνη

φάτνη
Ξύλινο συνήθως, κατασκεύασμα, μέσα στο οποίο τοποθετείται η τροφή των ζώων. Είναι κυρίως γνωστή με την ονομασία παχνί. Στις περισσότερες περιπτώσεις υπάρχει κατά μήκος του στάβλου μία φ. χωρισμένη σε ίσα διαμερίσματα, όσα και τα ζώα που σταβλίζονται εκεί. Οι φ. είναι κατασκευασμένες με τέτοιον τρόπο ώστε να μπορούν τα ζώα να τρώγουν με ευκολία την τροφή που τοποθετείται σε αυτές και για λόγους καθαριότητας είναι σιδερένιες ή πέτρινες.
* * *
η, ΝΜΑ
1. ξύλινο κατασκεύασμα σε στάβλο, μέσα στο οποίο τοποθετείται η τροφή τών υποζυγίων, το παχνί (α. «εν τω σπηλαίω τίκτεται εν φάτνη τών αλόγων», Κάλαντα Χριστουγέννων
β. «ὁ ἡνίοχος πρὸς τὴν φάτνην τοὺς ἵππους στήσας», Πλάτ.)
2. ως κύριο όν. η Φάτνη
αστρον. ανοιχτό ή γαλαξιακό σμήνος που αποτελείται από πολλές εκατοντάδες αστέρων, το οποίο βρίσκεται μέσα στα όρια τού ζωδιακού αστερισμού τού Καρκίνου, γνωστό και ως Κυψέλη
αρχ.
1. φατνίο
2. τράπεζα («ἤν τις οἴκων πλουσίαν ἔχῃ φάτνην», Ευρ.)
3. στον πληθ. αἱ φάτναι
τα φατνώματα
4. παροιμ. φρ. «βοῡς ἐπὶ φάτνῃ» — λέγεται για τον ήσυχο και άνετο βίο.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. φάτνη/πάθνη ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *bhņdh- τής ΙΕ ρίζας *bhendh- «δένω, συνδέω» (βλ. λ. πεθερός, πείσμα [Ι]) και εμφανίζει επίθημα -νη/-*nā (πρβλ. γαλατ. - λατ. benna [< ΙΕ *bhendh-nā-] με σημ. «αμάξι, καρότσι με καλάθι φτειαγμένο από πλεγμένα μεταξύ τους κλαδιά ιτιάς»). Στην Ελληνική ο ΙΕ τ. *bhņdh-nā- θα έδινε τ. *φαθ-νā, από τον οποίο προήλθε αρχικά ο τ. πάθνη, με ανομοιωτική τροπή τού δασέος -φ- στο αντίστοιχο ψιλό -π-, ο οποίος στη συνέχεια αντικαταστάθηκε στην ιων. και αττ. διαλ. από τον τ. φάτ-νη (με μετάθεση τής δασύτητας, πρβλ. ἄχαντος: ἄκανθος, βάθρακος: βάτραχος). Ωστόσο, ο τ. πάθνη εμφανίζεται ξανά στην κοινή, γεγονός που υποδηλώνει ότι, παρά την επικράτηση τού τ. φάτνη, ο τ. πάθνη θα πρέπει να διατηρήθηκε σε ορισμένες διαλέκτους τής αρχαίας, από όπου πέρασε αργότερα στην κοινή. Εκτός από τους τ. αυτούς απαντά, επίσης, και τ. πάθμη, ο οποίος προήλθε, κατά μία άποψη, με τροπή τού -ν- σε -μ- κατ' επίδραση τού δασέος -θ- ή, κατ' άλλους, με επίθημα -μη αντί τού -νη. Στη Νέα Ελληνική, τέλος, χρησιμοποιείται και ο τ. παχνί*. Προβλήματα γεννά, όμως, η σημασιολογική διαφορά τής λ. φάτνη από τη σημ. «δένω» τής ρίζας. Κατά μία άποψη, η σημ. τής λ. προήλθε μέσω μιά ενδιάμεσης σημ. «καλάθι κατασκευασμένο από κλαδιά ιτιάς πλεγμένα, δεμένα μεταξύ τους» (πρβλ. τη σημ. τού γαλατ. benna) με μια εξέλιξη που παρατηρείται και σε άλλες περιπτώσεις, πρβλ. γερμ. Krippe «φάτνη»: μέσο άνω γερμ. Krebe «καλάθι», αρχ. αγγλ. binn «φάτνη»: γαλατ.-λατ. benna «καλάθι». Κατ' άλλη, όμως, άποψη, η λ. φάτνη πρέπει να δήλωνε αρχικά το αντικείμενο με το οποίο δενόταν το ζώο στον στάβλο, στο παχνί (πρβλ. τους στ. τής Ιλιάδος: ὡς δ'ὅτε τις στατὸς ἵππος, ἀποστήσας ἐπὶ φάτνῃ [Ζ 506], ἵππους μὲν κατέδησαν ἐϋτμήτοισιν ἱμᾶσι φάτνῃ ἐφ' ἱππείῃ [Κ 567] και στη συνέχεια συνεκδοχικά χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει την ίδια τη φάτνη, το ξύλινο κατασκεύασμα όπου τοποθετείται η τροφή τών ζώων (για τη σχέση αυτή, πρβλ. το ζεύγος φορβειά «δεσμός από δερμάτινες λωρίδες, καπίστρι»: φορβή «τροφή τών ζώων»)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • φάτνη — manger fem nom/voc sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάτνῃ — φάτνη manger fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάτνη — η 1. κοίλωμα σε στάβλο ή βαθουλωτό ξύλινο κατασκεύασμα, όπου τοποθετείται η τροφή για τα ζώα, το παχνί. 2. ως κύρ. όν., Φάτνη η απεικόνιση του στάβλου της Γέννησης του Χριστού με την Αγία Οικογένεια και το Θείο Βρέφος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Κύων ἐν φάτνη. — См. Собака на сене лежит, сама не ест и другим не дает. Κύων ἐν φάτνη. См. Собака на сене лежит, сама не ест и другим не дает …   Большой толково-фразеологический словарь Михельсона (оригинальная орфография)

  • φάτναι — φάτνη manger fem nom/voc pl φάτνᾱͅ , φάτνη manger fem dat sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάτνηι — φάτνῃ , φάτνη manger fem dat sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φατνῶν — φάτνη manger fem gen pl φατνόω roof pres part act masc voc sg (doric aeolic) φατνόω roof pres part act neut nom/voc/acc sg (doric aeolic) φατνόω roof pres part act masc nom sg φατνόω roof pres inf act (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάτναις — φάτνη manger fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάτναισι — φάτνη manger fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • φάτναισιν — φάτνη manger fem dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”